- νεκρανάσταση
- résurrection
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νεκρανάσταση — η (Μ νεκρανάστασις) 1. η επάνοδος από τον θάνατο στη ζωή, η ανάσταση εκ νεκρών, η αναβίωση 2. η Δευτέρα Παρουσία νεοελλ. 1. (για θεσμούς ή καταστάσεις που αφανίστηκαν ή παρήκμασαν) επάνοδος στην ακμή, στη ζωή, στη δράση 2. αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
νεκρανάσταση — η 1. η επάνοδος από το θάνατο στη ζωή. 2. η αναζωογόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρέγερση — η (Α νεκρέγερσις) η νεκρανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ἔγερσις] … Dictionary of Greek
νεκρεγερσία — η (ΑΜ νεκρεγερσία) [νεκρεγέρτης] η νεκρανάσταση … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek